- ἐντρέχειαν
- ἐντρέχειαskillfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντρέχεια — ἐντρέχεια, η (AM) 1. άσκηση, δεξιότητα, ικανότητα για κάτι 2. φρ. «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» φυσικές ορμές, ένστικτα 3. γεν. ένστικτο 4. τρόπος επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῡ φοίνικος», Στράβ.) … Dictionary of Greek